- ῥυέντος
- ῥέωflowaor part pass masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκχλοιούμαι — ἐκχλοιοῡμαι ( όομαι) (Α) 1. χλωραίνομαι 2. γίνομαι χλομός, ωχρός («αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῡνται», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek